- τριπλασιασμός
- ο утраивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριπλασιασμός — ο ο πολλαπλασιασμός ενός ποσού επί τρία, το τριπλασίασμα: Ο τριπλασιασμός του 4 μας κάνει 12 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπλασιασμός — ο, ΝΜΑ [τριπλασιάζω] πολλαπλασιασμός επί τρία μσν. μτφ. 1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές 2. τα τρία μέρη τής Αγίας Τριάδας … Dictionary of Greek
τριπλασιασμοῖς — τριπλασιασμός to triple masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασιασμοῦ — τριπλασιασμός to triple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασιασμῷ — τριπλασιασμός to triple masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπλωμα — το, Ν [τριπλώνω] 1. το να διπλώνεται κάτι σε τρία μέρη 2. τριπλασιασμός … Dictionary of Greek
τρίπλωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [τριπλῶ / ώνω] μσν. η, κατά τους μονοφυσίτες, συνύπαρξη τριών φύσεων στο πρόσωπο τού Χριστού αρχ. τριπλασιασμός, κάτι που συμβαίνει για τρίτη φορά … Dictionary of Greek
τριπλασίασμα — το, Ν [τριπλασιάζω] ο τριπλασιασμός … Dictionary of Greek
τρίπλιασμα — το, Ν [τριπλιάζω] τριπλασιασμός … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek